- ἐνιπλήξαντες
- ἐμπλήσσωstrike againstaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενιπλήσσω — ἐνιπλήσσω (Α) (επικ. τ. τού ἐμπλήσσω) 1. πέφτω μέσα, εμπίπτω («καὶ τάφρῳ ἐνιπλήξωμεν ὀρυκτῇ» και πέσουμε μέσα στη σκαμμένη τάφρο, Ομ. Ιλ.) 2. πλήττω, χτυπώ 3. επιτίθεμαι, εφορμώ 4. (κατά τον Ησύχ.) «ενιπλήξαντες, ενιπληξάμενοι εμπελάσαντες,… … Dictionary of Greek